- τετραπολικός
- -ή, -ό, Ν1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο τετράπολο2. φρ. α) «τετραπολικός συντονισμός»φυσ. κβαντικό φαινόμενο, σύμφωνα με το οποίο ορισμένοι ατομικοί πυρήνες, καθώς συμπεριφέρονται ως ηλεκτρικά τετράπολα, είναι δυνατόν να απορροφήσουν ενέργεια από ένα πεδίο ραδιοσυχνοτήτων, υπό την επίδραση ενός στατικού ανομοιογενούς ηλεκτρικού πεδίουβ) «τετραπολική ροπή»(φυσ.-πυρην.) (στον ηλεκτρομαγνητισμό) φυσικό μέγεθος, το οποίο συνδέεται με την κατανομή τού ηλεκτρικού φορτίου ή τού μαγνητισμού ενός συστήματος (α. «ηλεκτρική τετραπολική ροπή» β. «μαγνητική τετραπολική ροπή»)γ) «τετραπολικός φακός»(στη φυσική τών σωματιδίων) διάταξη με τη βοήθεια τής οποίας επιτυγχάνεται η εστίαση δεσμών φορτισμένων σωματιδίωνδ) «τετραπολικός φασματογράφος»(στη φυσική τών σωματιδίων και στην αναλυτική χημεία) τύπος φασματογράφου μάζας στον οποίο τα ιόντα διέρχονται κατά μήκος μιας γραμμής συμμετρίας ανάμεσα σε ένα σύστημα τεσσάρων κυλινδρικών ράβδων.[ΕΤΥΜΟΛ. Νόθο αντιδάνειο σύνθ., πρβλ. αγγλ. quadrupole < quadru-, που αποδόθηκε στην ελλ. με το τετρα-* + pole (< πόλος)].
Dictionary of Greek. 2013.